- βιαστικός
- -ή, -ό (Μ βιαστικός, -ή, -όν) [βιάζομαι]καταναγκαστικός, τυραννικόςμσν.- νεοελλ.αυτός που γίνεται με βιάση, με σπουδήνεοελλ.εκείνος που επείγει, που πρέπει να γίνει γρήγορααρχ.ισχυρός, βίαιος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βιαστικός, -ή — και ιά, ό επίρρ. βιαστικά αυτός που σπεύδει, βιάζεται να ενεργήσει: Πες μου γρήγορα τι θέλεις γιατί είμαι πολύ βιαστικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βιαστικός — forcible masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικά — βιαστικός forcible neut nom/voc/acc pl βιαστικά̱ , βιαστικός forcible fem nom/voc/acc dual βιαστικά̱ , βιαστικός forcible fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικώτερον — βιαστικός forcible adverbial comp βιαστικός forcible masc acc comp sg βιαστικός forcible neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικόν — βιαστικός forcible masc acc sg βιαστικός forcible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικώτατα — βιαστικός forcible adverbial superl βιαστικός forcible neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικώτατον — βιαστικός forcible masc acc superl sg βιαστικός forcible neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικαῖς — βιαστικός forcible fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικοῦ — βιαστικός forcible masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βιαστικωτάτης — βιαστικός forcible fem gen superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)